Αγιορείτης Άγιος
Μνήμη 28 Οκτωβρίου
Μέγας και περιφανής κατά την αρετή και την άσκηση υπήρξε ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Αθανάσιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, το κάλλιστο θρέμμα και αγλάισμα της Μονής Εσφιγμένου.
Καταγόταν από την Ανδριανούπολη και ονομάσθηκε κατά το άγιο Βάπτισμα Αλέξιος. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία και πρόκοβε από παιδί στην αρετή και σύνεση, ώστε θαύμαζαν όλοι τό ότι, αν και νέος, υπερτερεί των γεροντοτέρων στη γνώση και τη φρόνηση.
Εγκατέλειψε τον κόσμο, ανεχώρησε από την πατρίδα του και πήγε σε μοναστήρι στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, όπου βρισκόταν ένας θείος του μοναχός· εκεί έγινε μοναχός και ο ίδιος παίρνοντας το όνομα Ακάκιος. Επειδή δεν τον ανέπαυε η ζωή σε αυτό το μοναστήρι ανεχώρησε, αφού έλαβε συγχώρηση.
Έχοντας βγάλει πλέον γένεια ήλθε στο Άγιον Όρος. Προσκύνησε όλα τα Μοναστήρια και ασκητήρια και ησυχαστήρια και έλαβε πολλή πνευματική ωφέλεια.
Στη συνέχεια ήλθε στην Μονή του Εσφιγμένου όπου και κοινοβίασε. Τόσο αγαπούσε και επιμελούνταν την σωματική ταλαιπωρία, ώστε δεν φορούσε υποδήματα, ούτε απόκτησε ποτέ δεύτερο ράσο. Εσωτερικά φορούσε τρίχινα ενδύματα γιά άσκηση, έτρωγε μόνο ψωμί και νερό τόσο, όσο να μή χορταίνει. Δεν ένιψε ποτέ το κεφάλι ή τα πόδια, μήτε ίππευσε, ούτε και αργότερα, όταν έγινε αρχιερέας και κοιμόταν στο πάτωμα με κακοπάθεια, ώστε πέρασε τη ζωή του σαν άγγελος.
Ποιός μπορεί να περιγράψει τους αγώνες και τα άθλα που ετέλεσε ο αοίδιμος; Τρία χρόνια παρέμεινε στο Μοναστήρι υπηρετώντας πρόθυμα τους αδελφούς στο μαγειρείο και στην τράπεζα. Δεν είχε κελλί ή κρεβάτι ή τουλάχιστον ψάθα, αλλά κοιμόταν κατά γης για λίγο διάστημα (ακόμα και όταν είχε ψύχος) και μετά σηκωνόταν και θυμίαζε και προσευχόταν όλη την υπόλοιπη νύκτα. Δεν τον είδε κανείς να φάει καθιστός, αλλά όρθιος έτρωγε τα ψίχουλα που έμεναν στην τράπεζα, μήτε δοκίμασε λάδι ή κρασί. Αν και μαγείρευε επιτήδεια και χαιρόταν να αναπαύει τους αδελφούς, ο ίδιος εγκρατευόταν και βλέποντας την φωτιά του μαγειρείου θυμόταν εκείνη την αιώνια φωτιά της κολάσεως και πάντοτε είχε δάκρυα στα μάτια και έκλαιγε.
Βλέποντας οι μοναχοί τόση αρετή σε ένα νεώτερο, τον σέβονταν και τον τιμούσαν. Οπότε φοβούμενος ο άγιος μήπως γιά την πρόσκαιρη δόξα στερηθεί την ουράνια, αναχώρησε και πήγε στα Ιεροσόλυμα. Προσκύνησε τους Αγίους Τόπους, πήγε στο Όρος του Λάτρου, όπου διέμεινε λίγο καιρό σε ένα αναχωρητικό κελλί και στη συνέχεια στο Όρος του Αυξεντίου, όπου υπήρχαν αναρίθμητοι ασκητές. Μετά πήγε στην Μονή του Αγίου Λαζάρου στο Γαλλήσιο Όρος, όπου αφού υπέμεινε οκτώ χρόνους υπηρετώντας επιμελώς τους αδελφούς, έγινε μεγαλόσχημος και ονομάστηκε Αθανάσιος· έπειτα τον χειροτόνησαν χωρίς τη θέλησή του διάκονο και ιερέα και τον έκαμαν τυπικάρη και εκκλησιάρχη. Υπηρετώντας σε αυτά τα διακονήματα επιμελέστατα μελέτησε όλα τα βιβλία της Μονής τρείς και τέσσερεις φορές, έλαβε πολλή ωφέλεια και θησαύρισε πολύ πλούτο σοφίας και γνώσης.
Συνήθιζε να προσεύχεται πριν από τον όρθρο στο νάρθηκα και κάποια νύκτα, ενώ προσευχόταν με δάκρυα απέναντι από τον Εσταυρωμένο, βγήκε φωνή από την εικόνα και του είπε "Επειδή με αγαπάς, Αθανάσιε, θα ποιμάνεις περιούσιο λαό". Όταν τα άκουσε, έπεσε στο πάτωμα από το φόβο και με ανείπωτη χαρά δοξολογούσε τον Κύριο.
Αφού έμεινε εκεί άλλα δέκα έτη, θυμόνταν τη γλυκύτητα της ησυχίας και λυπόταν, γι' αυτό έφυγε και ήλθε πάλι στο Άγιον Όρος, όπου στερούνταν τα σωματικά, ευφραινόταν όμως απολαμβάνοντας το μέλι της ησυχίας. Άλλ' επειδή έτυχαν σκάνδαλα από το διάβολο, πήγε στο Όρος του Γάνου και βρίσκοντας τόπο ήσυχο κατοίκησε εκεί. Σε λίγο καιρό μαζεύθηκαν και άλλοι κοντά του, τους οποίους είλκυσε η αρετή του και συνέστησε Μοναστήρι. Πολλοί έρχονταν ν' ακούσουν τη μελίρρυτη γλώσσα του και να δουν το αγγελοειδές του πρόσωπο όχι μόνον άνδρες, αλλά και ευλαβείς γυναίκες. Έτσι δημιουργήθηκε Μοναστήρι γυναικών και πολλές απ' αυτές αγίασαν.
Η φήμη των αρετών και των θαυμαστών προτερημάτων του Αγίου εξήλθε όχι μόνο στα περίχωρα, αλλά και στα βασίλεια.
Εκείνο τον καιρό η Εκκλησία βρισκόταν σε ταραχή και ζάλη εξαιτίας της ασέβειας των Λατινοφρόνων και προπάντων του Πατριάρχη Ιωάννη Βέκκου του μισοχρίστου, ο οποίος καθαιρέθηκε.
Ο βασιλιάς Ανδρόνικος Β' ο Παλαιολόγος και ο κλήρος της Κωνσταντινούπολης έκριναν τόν Άγιο Αθανάσιο άξιο να γίνει Πατριάρχης, να ειρηνεύσει την Εκκλησία και να στερεώσει την Ορθοδοξία. Έτσι έστειλαν αρχιερείς και άρχοντες να τον καλέσουν, αλλά αυτός από ταπείνωση αρνιόνταν επίμονα, λέγοντας ότι συνήθισε στην έρημο και δεν υπομένει τη σύγχυση. Επειδή δεν μπορούσαν να τον πείσουν, στο τέλος του είπαν αυστηρότερα: «εάν δεν μας ακούσεις νά βοηθήσεις την Εκκλησία τώρα που είναι ανάγκη μεγάλη, θα δώσεις λόγο την ημέρα της κρίσης». Επειδή ο Άγιος θυμόταν την οπτασία που προαναφέραμε, τελικά έκανε υπακοή και δέχθηκε.
Με κάθε τιμή λοιπόν και ευλάβεια από μέρους του Βασιλιά, της Συγκλήτου και του λαού, τον υποδέχθηκαν και χειροτονήθηκε Πατριάρχης την 14η Οκτωβρίου 1289.
Πολλούς αγώνες και μεγάλη επιμέλεια κατέβαλε για να απαλλάξει την Εκκλησία από τα ζιζάνια της αίρεσης και τα άλλα κακά, κοπιάζοντας ημέρα και νύκτα, νουθετώντας και διορθώνοντας άλλους με παραινέσεις και άλλους με επιτίμια.
Ο μισόκαλος όμως διάβολος μη υποφέροντας να βλέπει το αγαθό, εξήγειρε κατά του Αγίου μερικούς κληρικούς και αδίκους άρχοντες, οι οποίοι τον μίσησαν καί άρχισαν να ζητούν από το Βασιλιά να τους χειροτονήσει άλλον συγκαταβα-τικώτερο. Ο βασιλιάς δεν δέχθηκε το αίτημά τους γνωρίζοντας την αρετή του Αγίου, επειδή όμως αυτοί εξαγριώνονταν, υποχώρησε τελικά ο Άγιος και επέστρεψε στο Μοναστήρι του, όπου πρόκοψε περισσότερο στην αρετή· έφθασε μάλιστα σε σημείο να προλέγει σαν προφήτης πολλά γεγονότα στο Βασιλιά, τα οποία συνέβησαν όπως τα προείπε.
Παρέμεινε λοιπόν ο Άγιος άλλα δέκα έτη στη Μονή του κι έπειτα αφού έμεινε ο θρόνος τῆς Κωσταντινουπόλεως πάλι κενός, έστειλαν ανθρώπους και τον επανέφεραν, οπότε έλαμψαν τα καλά έργα του περισσότερο από πρίν.
Ήταν τηρητής ακριβέστατος όλων των εντολών, άοκνος στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, προστάτης των αδικούμενων, των ορφανών και χηρών και συμπονούσε ιδιαίτερα τους φτωχούς.
Κάποτε συνέβη μεγάλη πείνα και δυστυχία κι ο Άγιος προέτρεψε με διδαχές τους πλουσίους να τείνουν χείρα βοηθείας και τοποθέτησε σε διάφορα μέρη της πόλης πιστούς ανθρώπους, οι οποίοι έβραζαν στάρι και όσπρια και μοίραζαν στους φτωχούς μαζί μέ άλλα χρειώδη, έως ότου πέρασε η συμφορά.
Ο Άγιος έμεινε στο θρόνο άλλα οκτώ έτη, μετά την πάροδο των οποίων και πάλι βλάστησαν νεώτερα σκάνδαλα των φθονερών, οι οποίοι μη έχοντας τί να τον κατηγορήσουν, έκρυψαν εικόνα της Θεοτόκου κάτω από τον θρόνο στο υποπόδιο, τάχα ότι ήταν εικονομάχος. Η αλήθεια έγινε γνωστή και καταισχύνθηκαν οι κακούργοι, αλλά ο Άγιος ζητούσε πάλι να παραιτηθεί. Ο Βασιλιάς όμως δεν συμφωνούσε.
Παρέμεινε ο Άγιος λίγες μέρες και μετά αναχώρησε γιά το Μοναστήρι του, όπου αφού απαλλάχθηκε από την φροντίδα του κόσμου, προσευχόταν περισσότερο. Λεπτύνθηκε ο νους του και έγινε αγγελικός και ουράνιος και αξιώθηκε να δει πολλές οπτασίες και αποκαλύψεις και πολλά προφήτευσε και θαύματα τέλεσε. Θεράπευσε κάποιον μαθητή του ονόματι Υάκινθο που έπασχε από καρκίνο ανίατο στο λαιμό, αγγίζοντας με πίστη στο άρρωστο μέλος την άκρη του ρούχου του. Άλλοτε πάλι ο ίδιος μαθητής με τη συνεργία του δαίμονα έπεσε από τη στέγη του κελλίου και έμεινε σαν νεκρός, αλλά με την προσευχή του Αγίου αναστήθηκε εντελώς υγιής.
Δύο Μοναχές από το γυναικείο Μοναστήρι έπεσαν σε βαρειά, ανίατη και πολυχρόνια ασθένεια και μη υποφέροντας τους πόνους μήνυσαν στον Άγιο και παρακαλούσαν να δεηθεί στον Θεό ή να τις θεραπεύσει ή να τις αναπαύσει σαν εύσπλαγχνος που είναι. Ο Άγιος αποκρίθηκε: «Εγώ ήθελα να δοκιμασθήτε ακόμη, για να λάβετε μισθό περισσότερο, αλλ' επειδή δεν υποφέρετε, δεηθήτε της Παναγίας Θεοτόκου αυτήν τη νύκτα και αύριο θεραπεύεσθε». Πράγματι το πρωί βρέθηκαν υγιείς.
Κατά την Πατριαρχεία του όταν έπεσε μεγάλη πείνα, διέταξε έναν υποτακτικό του ονόματι Χριστόδουλο να διαμοιράσει το στάρι που είχαν στο Πατριαρχείο στα γυναικεία Μοναστήρια από τριάντα κιλά σε κάθε ένα, επειδή ήταν τα πτωχότερα. Ο Χριστόδουλος βεβαίωνε ότι δεν έφθανε διότι το στάρι ήταν μόνο πενήντα κιλά. Ο Άγιος του είπε «Μην περιττολογείς, ολιγόπιστε, αλλά πήγαινε και κάνε όπως σε πρόσταξα». Ευλόγησε λοιπόν ο Θεός το υπόλοιπο κατά το λόγο του Αγίου και αφού διαμοιράσθηκε, βρέθηκε περισσότερο από πριν. Τότε εννόησε το θαυμάσιο ο Χριστόδουλος και έβαλε μετάνοια στον Άγιο να τον συγχωρήσει.
Έτσι ζούσε ο Άγιος· όπως ήταν ταπεινός έσω, έτσι ήταν ταπεινός και εξωτερικά και μάλιστα ποτέ δεν φόρεσε πολύτιμο ένδυμα αλλά πάντοτε φτωχό και ευτελές. Κάποιοι τον ονείδιζαν ότι καταφρονεί την Πατριαρχική αξία με την ευτέλεια των ενδυμάτων. Τούς απαντούσε ότι «δεν είναι ντροπή να φορή κανείς φτωχά ρούχα, αλλά μάλλον είναι άξιον επαίνου, ενώ μόνον η αμαρτία είναι αξία ονειδισμού και καταφρόνησης».
Ο Άγιος χειροτόνησε και τον αγιώτατο και σημειοφόρο Πέτρο Μητροπολίτη Ρωσσίας, ο οποίος κατόπιν φώτισε την Ρωσσία με σημεία και θαύματα.
Πριν από την τελείωσή του, αξιώθηκε ο Άγιος να δει και πάλι τον Κύριο. Όταν ήλθε ο καιρός να μεταβεί προς Αυτόν, κάλεσε τους μαθητές του, τους δίδαξε τα προς σωτηρία, και απήλθε προς τον Κύριο σε ηλικία 100 ετών, την 28η Οκτωβρίου, οπότε και εορτάζεται η μνήμη του.
ευχαριστούμε θερμά!
ΑπάντησηΔιαγραφή