Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

1013 - Γέροντας Πορφύριος: «Να ζητάμε απ’ τον Θεό να γίνει το θέλημά Του στη ζωή μας»



Γέροντας Πορφύριος
Οἱ προσευχές μας δέν εἰσακούονται, διότι δέν εἴμαστε ἄξιοι. Πρέπει νά γίνεις ἄξιος, γιά νά προσευχηθεῖς. Δέν εἴμαστε ἄξιοι, διότι δέν ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας ὡς ἑαυτόν. Τό λέει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ὕπαγε πρῶτον, διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου».
Νά πάεις πρῶτα νά συμφιλιωθεῖς μέ τόν ἀδελφό σου, νά συγχωρεθεῖς, γιά νά γίνεις ἄξιος. Ἄν δέν γίνει αὐτό, δέν μπορεῖς νά προσευχηθεῖς. Ἄν δέν εἶσαι ἄξιος, δέν μπορεῖς νά κάνεις τίποτα.
Ὅταν τακτοποιήσεις ὅλες τίς ἐκκρεμότητες καί ἑτοιμασθεῖς, τότε πάεις καί προσφέρεις τό δῶρο σου.
Ἄξιοι γίνονται ὅσοι ἐπιθυμοῦν καί λαχταροῦν νά γίνουν τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι δίνονται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νά μήν ἔχεις κανένα θέλημα, αὐτό ἔχει μεγάλη ἀξία, εἶναι τό πᾶν.
Ὁ σκλάβος δέν ἔχει κανένα θέλημα. Τό νά μήν ἔχομε κανένα θέλημα μπορεῖ νά γίνει μ΄ἕναν τρόπο ἁπαλό μέ τήν ἀγάπη στόν Χριστό καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του.
«Ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ Πατρός μου καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν»8.
Χρειάζεται ἀγώνας. Ἔχομε νά παλέψομε «πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου»9. Ἔχομε νά παλέψομε μέ τόν «λέοντα τὸν ὠρυόμενον»10. Δέν ἐπιτρέπεται στόν ἀγώνα νά ἐπιτύχει ὁ πολυμήχανος.
Αὐτό προϋποθέτει δάκρυ, μετάνοια, προσευχή, ἐλεημοσύνη, αἴτηση μέ συνοδεία τήν ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό καί ὄχι τήν ὀλιγοπιστία. Μόνον ὁ Χριστός μπορεῖ νά μᾶς βγάλει ἀπ΄τόν κλοιό τῆς ἐρημιᾶς. Προσευχή καί μετάνοια καί ἐλεημοσύνη.
Δῶστε ἔστω κι ἕνα ποτήρι νερό, ἄν δέν ἔχετε χρήματα. Καί νά ξέρετε ὅτι ὅσο ἁγιάζεσθε, τόσο εἰσακούονται οἱ προσευχές σας.
Νά μήν ἐκβιάζομε μέ τίς προσευχές μας τόν Θεό. Νά μή ζητᾶμε ἀπ΄τόν Θεό νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό κάτι, ἀσθένεια κ.λπ., ἤ νά μᾶς λύσει τά προβλήματά μας, ἀλλά νά ζητᾶμε δύναμη καί ἐνίσχυση ἀπό Ἐκεῖνον, γιά νά τά ὑπομένομε.
Ὅπως Ἐκεῖνος κρούει μέ εὐγένεια τήν πόρτα τῆς ψυχῆς μας, ἔτσι κι ἐμεῖς νά ζητᾶμε εὐγενικά αὐτό πού ἐπιθυμοῦμε κι ἄν ὁ Κύριος δέν ἀπαντάει, νά σταματᾶμε νά τό ζητᾶμε. Ὅταν ὁ Θεός δέν μᾶς δίδει κάτι πού ἐπίμονα ζητᾶμε, ἔχει τό λόγο Του.
Ἔχει κι ὁ Θεός τά «μυστικά» Του. Ἐφόσον πιστεύομε στήν ἀγαθή Του πρόνοια, ἐφόσον πιστεύομε ὅτι Ἐκεῖνος γνωρίζει τά πάντα ἀπ΄τή ζωή μας κι ὅτι πάντα θέλει τό ἀγαθόν, γιατί νά μή δείχνομε ἐμπιστοσύνη; Νά προσευχόμαστε ἁπλά καί ἁπαλά, χωρίς πάθος καί ἐκβιασμό. Ξέρομε ὅτι παρελθόν, παρόν καί μέλλον, ὅλα εἶναι γνωστά, γυμνά καί τετραχηλισμένα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «…οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον Αὐτοῦ, πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς Αὐτοῦ»11. Ἐμεῖς νά μήν ἐπιμένομε· ἡ προσπάθεια κάνει κακό ἀντί γιά καλό. Μήν κυνηγᾶμε ν΄ἀποκτήσομε αὐτό πού θέλομε, ἀλλά νά τ΄ἀφήνομε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅσο τό κυνηγᾶμε, τόσο αὐτό ἀπομακρύνεται.
Ἄρα, λοιπόν, ὑπομονή καί πίστη καί γαλήνη. Κι ἄν τό ξεχάσομε ἐμεῖς, ὁ Κύριος ποτέ δέν ξεχνάει κι ἄν εἶναι γιά τό καλό μας, θά μᾶς δώσει αὐτό πού πρέπει κι ὅταν πρέπει.
Νά ζητᾶμε στήν προσευχή μόνο τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Δέν εἶπε ὁ Κύριος: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ… καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»;12 Εὔκολα, εὐκολότατα ὁ Χριστός μπορεῖ νά μᾶς δώσει ὅ,τι ἐπιθυμοῦμε.
Καί κοιτάξτε τό μυστικό. Τό μυστικό εἶναι νά ζητᾶτε τήν ἕνωσή σας μέ τόν Χριστό ἀνιδιοτελῶς, χωρίς νά λέτε, «δῶσ΄μου τοῦτο, ἐκεῖνο…». Εἶναι αρκετό νά λέμε, «Κύριε Ἰησοῦ, ἐλέησόν με».
Δέν χρειάζεται ὁ Θεός ἐνημέρωση ἀπό μᾶς γιά τίς διάφορες ἀνάγκες μας. Ἐκεῖνος τά γνωρίζει ὅλα ἀσυγκρίτως καλύτερα ἀπό μᾶς καί μᾶς παρέχει τήν ἀγάπη Του. Τό θέμα εἶναι ν΄ἀνταποκριθοῦμε σ΄αὐτή τήν ἀγάπη μέ τήν προσευχή καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του.
Νά ζητᾶμε νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· αὐτό εἶναι τό πιό συμφέρον, τό πιό ἀσφαλές γιά μᾶς καί γιά ὅσους προσευχόμαστε.
Ὁ Χριστός θά μᾶς τά δώσει ὅλα πλούσια. Ὅταν ὑπάρχει ἔστω καί λίγος ἐγωισμός, δέν γίνεται τίποτα.

7. Ματθ. 5, 23-24.
8. Ἰωάν. 14, 21.
9. Ἐφ. 6, 12.
10. Πρβλ. Α׳ Πέτρ. 5, 8
11. Ἑβρ. 4, 13.
12. Ματθ. 6, 33 Λουκ. 12, 31.
Από το βιβλίο «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ» του ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ

http://anavaseis.blogspot.com

1012 - Ο γερο Πολυχρόνης Τσαυδαρίδης


Ο υπέργηρος Πολυχρόνης Τσαυδαρίδης, γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Βιθυνίας και ανδρωθείς ασχολήθηκε με το γενικό εμπόριο στο Μπεϊκόζ της Κωνσταντινουπόλεως.
Μετεκόμισε προπολεμικώς στο Άγιονόρος και επεδόθη στην εμπορία της ξυλείας. Είχε αποκτήσει πολλά χρήματα, αλλά οι αντιξοότητες των καταστάσεων και τα προσωπικά του λάθη τον περιήγαγαν σε δυσπραγία και αδοξία.
Μετά τον πόλεμο του '40 βρέθηκε εντεταγμένος στην στρατιά μας στην Μέση Ανατολή, όπου λόγω των πεποιθήσεών του ήταν μονίμως αναμεμιγμένος στα διάφορα εκεί διχαστικά και αξιοδάκρυτα για τα αποτελέσματά τους κινήματα.


Επανέκαμψε στα καθ' ημάς και ηρκείτο να τον διορίζουν τα Μοναστήρια ως Κουρουτζή (φύλακα-επόπτη των δασών). Με μυαλό ξηράφι, βλέμμα σπινθηροβόλο και με μια καταπληκτική σκωπτικότητα και ευφυολογία στις συζητήσεις του, ήταν πάντοτε από όλους περιζήτητος για την ευχάριστη και διασκεδαστική παρέα του. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες δεν εξήρχετο του Όρους, ειμή κάθε φορά που γίνονταν βουλευτικές εκλογές, για να πάη να ψηφίση το αγαπημένο του Κ.Κ.Ε.


Το 1997, ενενηκοντούτης πλέον, ασθενήσας και δυσκολευθείς στην αυτοεξυπηρέτησι, βρήκε αγάπη και περίθαλψι από Καρυώτας Γεροντάδες. Αισθανθείς δε εγγίζον το τέλος του, ετοιμάσθηκε με εξομολόγησι, πράγμα που ήταν στις συνήθειές του, και ζήτησε, ως υστάτη επιθυμία, να τον κείρουν μοναχό. Οι πατέρες δεν αμέλησαν και ενήργησαν τα της τελετουργίας. Παρεκάλεσε δε κατά την οικεία στιγμή της μοναχικής κουράς να τον μετονομάσουν σε Παντελεήμονα, προς τιμήν του πολιούχου της γενετείρας πόλεώς του Νικομηδείας, άγιο μάρτυρα τον οποίο ηυλαβείτο παιδιόθεν.

          του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου


Το 1994 ο γερο Πολυχρόνης έσπασε το πόδι του και διακομίσθηκε σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης με ελικόπτερο.
Ο καλός φίλος Πανταζής Μ., ο οποίος βρισκόταν στο Άγιο Όρος πραγματοποιώντας προσκυνηματικό ταξίδι, μου έστειλε τις φωτογραφίες που ακολουθούν. Σ’ αυτές διακρίνεται ο Γέροντας Ιερόθεος, στη συνοδία του οποίου ήταν ο Πολυχρόνης, να εκτελεί χρέη τραυματιοφορέα και να κάνει τις τελευταίες συνεννοήσεις με τον γιατρό πριν την απογείωση του ελικοπτέρου.

1011 - Η σωστή απάντηση είναι…


Στα τέλη του 19ου αιώνα ένας Σλάβος Ηγεμόνας επισκέφθηκε στο Άγιο Όρος τη Μονή μετανοίας των ομοεθνών του.
Μετά την επιστροφή στην πατρίδα του, έστειλε δώρο στο μοναστήρι το λάβαρο που εικονίζεται στις φωτογραφίες, σε ανάμνηση της προσκυνηματικής του επίσκεψης.
Το λάβαρο είναι διαστάσεων 1,58 x 2,68 μ. και φυλάσσεται, αναρτημένο, σε εμφανή χώρο της Μονής.
Σε ποιο μοναστήρι βρίσκεται το λάβαρο; Στο σερβικό (Χιλιανδάρι), στο βουλγαρικό (Ζωγράφου) ή στο ρωσικό (Αγίου Παντελεήμονος);


Το λάβαρο βρίσκεται στην Ιερά Μονή
Χιλιανδαρίου
Ζωγράφου
Αγ. Παντλεήμονος

Αποτελέσματα
Poll hosted at tadPoll.ws

Η σωστή απάντηση την Κυριακή 8 Απριλίου

1010 - Γιατί τα φαγητά στο Άγιο Όρος είναι πάντα τόσο νόστιμα;


 
Ρωτοῦν οἱ προσκυνητές γιατί τά φαγητά στό Ὄρος εἶναι πάντα τόσο νόστιμα, ἀκόμη καί τά ἀλάδωτα.
Ἕνας γέροντας μοῦ εἶπε ἐπειδή βάζουμε μέσα ἕνα ἀπαραίτητο συστατικό, «ἀγάπη»!
Ἄλλος λέει ὅτι τούς ἀφήνουμε πρῶτα νά...πεινάσουν καλά!
Ἄλλος μιλᾶ γιά τήν εὐλογία τῆς Παναγίας!
Νομίζω ὅτι τό πιό σημαντικό εἶναι ἡ καλή διάθεση μέ τήν ὁποία ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ καί τά βλέπουν ὅλα ὅμορφα!
Τότε ὁ ἀγαθός λογισμός μας, ὑποχρεώνει τό Θεό καί τά ΚΑΝΕΙ ὅλα ὄμορφα!
Καί ὅλοι τότε εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ἀκόμη κι ἄν "πιάσει" λίγο τό φαγητό!

1009 - Προκόπιος ιεροδιάκονος Καρεώτης (1845-1932)


Ο ιεροδιάκονος Προκόπιος, κατά κόσμον Γαγάς Παραδείσης του Γεωργίου, καταγόταν από τον Πολύγυρο Xαλκιδικής, προσήλθε στο Άγιον Όρος το 1863 και εκάρη μοναχός στο κελλί του Aγίου Nικολάου Xαλκιά στις Kαρυές, το οποίο βρίσκεται στον κεντρικό δρόμο Kαρυών - Δάφνης.


Υπήρξε ζωγράφος, μουσικός και φωτογράφος. «O πατήρ Προκόπιος και ως φωτογράφος φημίζεται γενόμενος μάλιστα γνωστός και εις πολλούς Eυρωπαίους επιστήμονας, εις ους κατά παράκλησιν αποστέλλει φωτογραφήματα διαφόρων χειρογράφων κωδίκων. Eδιδάχθη δε την τέχνην ταύτην παρά των πρώτων Aγιορειτών, αν μη ο πρώτος, κατ’ αρχάς εν Αγίω Όρει υπό του Θεοδώρου Pαιδεστηνού, ετελειοποιήθη όμως εν Kωσταντινουπόλει παρά τω Kωνσταντίνω Σοφιανώ» (αρχιμ. Xριστοφόρος Kτενάς, 1930).


Διασώθηκε ικανός αριθμός φωτογραφιών και γυάλινων πλακών του Προκοπίου καθώς και ο μουσαμάς μπροστά στον οποίο τράβηξε τα αριστουργηματικά πορτρέτα μοναχών και λαϊκών. H ευρύχωρη και ολοφώτεινη απλωταριά τού κελλιού του προσφερόταν άριστα για το έργο του.   

Περισσότερες φωτογραφίες: http://athosprosopography.blogspot.com

1007 - Όσιος Βλάσιος ο εξ Αμορίου (+909/912)

Αγιορείτης Άγιος
Μνήμη 31 Μαρτίου

Σύγχρονη εικόνα Ι.Μ. Δοχειαρίου
Καταγόταν από το Αμόριο της Μ. Ασίας, από το χωριό Απλατιανή, και το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος. Στις αρχές του 9 ου αιώνα εγκαταλείπει την πατρίδα του και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε διάκονος της Αγίας Σοφίας από τον άγιο πατριάρχη Ιγνάτιο. Στον ίδιο ναό είχε τον αδελφό του ιερέα.
Μετά από μια περιπετειώδη φυγή στη Βουλγαρία και τη θαυματουργή σωτηρία του, ταξιδεύει για τη Ρώμη. Εκεί έμεινε περίπου μια δωδεκαετία, χειροτονήθηκε ιερεύς, έζησε υπερθαύμαστη ζωή σε κοινόβιο του αγίου Καισαρίου επιτελώντας θαύματα και δυο φορές τον επισκέφθηκε σε όραμα η Θεοτόκος. Επιστρέφει και μονάζει στην περιβόητη μονή του Στουδίου επί τετραετία, όπου συνδέεται με ισχυρούς άρχοντες, τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό και τον άγιο πατριάρχη Αντώνιο.
Περί το 896, «την καταμόνας μαρτυρικήν παλαίστραν διεξελθείν εφιέμενος», έρχεται στον Άθωνα με μερικούς μαθητές του και ιδρύει μονύδριο. Αφού το αγλάισε και άφησε διάδοχό του έναν από τους μαθητές του, αποσύρθηκε στα πιο ερημικά μέρη του Όρους και δόθηκε στην άσκηση και την προσευχή. Έμενε «μόνος στην έρημο και δινόταν όλος στην προσευχή, δίχως να νοιάζεται για τροφή και να φοβάται τα' άγρια θηρία. Τρεφόταν με τα θεία λόγια και τα χόρτα του βουνού. Τα θηρία του δάσους έγιναν φίλοι του και τον πλησίαζαν με σεβασμό». Συχνά σε υπαίθριες λειτουργίες του συλλειτουργούσε με αγγέλους και οι ποιμένες έμεναν έκθαμβοι από τις ουράνιες μελωδίες και διηγούνταν «μεγάλη τη φωνή πάση τη περιχώρω τα του Θεού τεράστια».
Για όλο τον Άθωνα ήταν «ως αστήρ διαυγής πάντας καταφωτίζων τοις αυτού προτερήμασιν. όθεν αυτό τε το όρος και οι τούτου οικήτορες τη αυτού παρακελεύσει διεξαγόμενοι βαθείαν ήγον ειρήνην ταις αύραις του πνεύματος επαναπαυόμενοι».
Μετά από μια δωδεκαετία αγώνων, επέστρεψε στη μονή Στουδίου, γιατί είχαν αρχίσει οι άνθρωποι να τον συγχίζουν. Ύστερα από έναν υψηλό πυρετό και αφού προείδε το τέλος του και λειτούργησε για τελευταία φορά, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Πλάστη του. Ετάφη ένδοξα στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου της μονής Στουδίου.
Ο ωραίος βίος του γράφηκε περί το 940 από Στουδίτη μοναχό, που ήταν μαθητής του μαθητή του Λουκά, ο μεταξύ των «πατέρων άριστος» και «μαθητής του προσφιλέστατος». Άγνωστη στο Όρος η τιμή του ως Αγιορείτου.   

1005 - Δύο αφανείς Αγιορείτες Γέροντες


Φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από την κοίμηση του γέρο Ενώχ και 20 από αυτήν του γέρο Τιμόθεου, δυο αφανών και περιφρονημένων στη διάρκεια της ζωής τους αγιορειτών, που όμως με τη ζωή, τη σιωπή και τα λίγα λόγια τους βοήθησαν πολλούς και τώρα βοηθούν περισσότερους με τις προς Θεόν μεσιτείες και προσευχές τους. Οι γραμμές που ακολουθούν ας είναι ένα μικρό μνημόσυνο ευγνωμοσύνης.
Ο γέρο Ενώχ ήταν ρουμάνος. Ζούσε στις Καρυές, σε δωμάτιο που του παραχωρούσαν άλλοι μοναχοί στα κελλιά τους. Έφτιαχνε σκούπες από αγριόχορτα (μια απ' αυτές εκτέθηκε το 1997 στη Θεσσαλονίκη, στην έκθεση των αγιορειτικών κειμηλίων). Τις έδινε σε κάποια μοναστήρια, με αντάλλαγμα λίγα τρόφιμα. Αυτά δεν τα ήθελε για τον εαυτό του αλλά για κάποιους ασκητές που ζούσαν στο δάσος, απομονωμένοι κι άγνωστοι στους πολλούς.
Ήταν ρακένδυτος, γεμάτος ψύλλους. Δεχόταν με ευγνωμοσύνη ό,τι του έλεγαν ή του εδιναν. Όταν ένας ηγούμενος τού είπε ότι οι μοναχοί της μονής τον αγαπούν, απάντησε: «Δε βαριέσαι. Ο μοναχός είναι σαν τον σκύλο. Είτε του δώσεις ένα κομμάτι ψωμί, είτε μια κλωτσιά, το ίδιο καλό του κάνεις».
Δεν έλεγε πολλά, αλλά στα λίγα λόγια του διέκρινες τη σοφία του Θεού. Όπως κι άλλοι ρουμάνοι μοναχοί που είχαν «κανόνα», αντί για την «ευχή», να απαγγέλλουν σιγοψιθυρίζοντας όλο το Ψαλτήρι καθημερινά -κάποιοι το είχαν αποστηθίσει- συνήθιζε να το διαβάζει στη σλαβονική μετάφραση, που επικρατούσε στη Ρουμανία μέχρι τον 19ο αιώνα. Όταν τον ρώτησε ο ίδιος ηγούμενος: «Γιατί, στα σλαβονικά, κι όχι στα ρουμανικά; Κι αυτό μετάφραση είναι. Στα σλαβονικά μεταφράστηκε από τα ελληνικά κι εκεί από το εβραϊκό πρωτότυπο», απάντησε: «Μπρε, αυτός που το μετέφρασε στα σλαβονικά ήταν άγιος. Ο ρουμάνος μεταφραστής ήταν άγιος;» Με το Άγιο Πνεύμα που είχε μέσα του, ήταν σε θέση να διακρίνει την πνευματικότητα των μεταφραστών, αν αποδίδουν σωστά τον ένθεο λόγο, αν καταστρέφουν ή όχι τα κεκρυμμένα για τους πολλούς νοήματα. (Μια άλλη οπτική στο πρόβλημα της «λειτουργικής μεταρρύθμισης».)
Το 1979 άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει κάτω στις Καρυές. Ο τότε -λόγιος και διάσημος- πρωτεπιστάτης αποφάσισε να τον στείλει εκτός Αγίου Όρους, σε γηροκομείο, για να μη σκανδαλίζει τους προσκυνητές, να διασφαλιστεί η «ευπρέπεια». Τον περιμάζεψαν στη μονή Σταυρονικήτα, όπου και εκοιμήθη μετά από λίγους μήνες. Με τους περισσότερους μοναχούς της μονής να τον περιστοιχίζουν, ξεψύχησε ήρεμα, σαν να κοιμόταν, με το πρόσωπό του να λάμπει και να μεταγγίζει στους γύρω την ακτινοβολία της Χάριτος.


Ο γέρο Τιμόθεος
Ο γέρο Τιμόθεος ήταν από την Προύσα. Μιλούσε με έντονη μικρασιάτικη προφορά. Κυκλοφορούσε ρακένδυτος, μ' ένα χοντρό παλτό και με τα λίγα μαλλιά του κουρεμένα πολύ κοντά. Έζησε σε διάφορες καλύβες της Καψάλας. Όταν μια καλύβα γκρεμιζόταν, αφού δεν τις συντηρούσε, πήγαινε σε άλλη. Όταν τον ρωτούσαν πώς περνά, απαντούσε: «Εφόσον έχω φαγητό και τζάκι, είμαι πασάς. Φαΐ ζωή, νηστεία θάνατος». Ήθελε να δίνει την εντύπωση του αμελούς και υλόφρονος.
Κατηγορούσε τον εαυτό του συνέχεια, με μεγάλη ευρηματικότητα σε επίθετα. Συνήθως έλεγε ανοησίες. Όμως, κάποιες φορές, όταν ένιωθε ότι το απαιτούσε η περίσταση, απαντούσε καίρια, σε προβλήματα μοναχών και δοκίμων, χωρίς να του τα πουν και που πολλές φορές δεν τα είχαν εκμυστηρετεί σε κανέναν. Ή κριτίκαρε επιγραμματικά και πολύ εύστοχα, μπροστά στον ηγούμενο και παρουσία τους, τους μοναχούς που γνώριζε ότι θα δέχονταν την κριτική του. Γι' αυτούς που ένιωθε ότι θα πληγώσει, σιωπούσε, λέγοντας στον ηγούμενο «εσύ ξέρεις». Ή προέλεγε, με τρόπο λίγο παιγνιώδη, τους πειρασμούς που θα συναντούσαν χρόνια μετά.
Οι απαντήσεις του δεν ήταν ανάλογες μ' όσα του έλεγες αλλά μ' αυτό που διέκρινε μέσα σου. Πολλές φορές αποκαλούσε τον εαυτό του χαζό. Ένας ευαίσθητος μοναχός του είπε: «Είμαι χαζός.» Για να μην τον πληγώσει, του απάντησε: «Δεν είσαι χαζός. Καλός είσαι». Τότε πήγαν κι άλλοι μοναχοί και του είπαν το ίδιο. Στον έναν απάντησε: «Χαζός είσαι και φαίνεσαι». Στον άλλο: «Αυτά που δεν πιστεύεις, να μην τα λες», κοκ.
Ένας μοναχός εξομολογήθηκε:
«Όταν ήμουν δόκιμος, πήγαινα με τα πόδια στις Καρυές, για να ταξιδέψω προς την πατρίδα μου, με αφορμή ένα μικροπρόβλημα της υγείας μου. Ο γέρο Τιμόθεος με συνάντησε στον δρόμο, με ρώτησε πού πάω και, μετά την απάντησή μου, μου λέει: «Πόσον καιρό έχεις στο Όρος;» «Εννιά μήνες». «Ε, λοιπόν, θα χάσεις εννιά μήνες». Όταν, μετά από μια βδομάδα, επέστρεψα στο Άγιο Όρος, η καρδιά μου ήταν στεγνή όπως πριν από εννιά μήνες.
Άρχισε να έρχεται πιο συχνά στο μοναστήρι όταν είχα έναν περίπου χρόνο μοναχός. Σχεδόν αμέσως μου κριτίκαρε δυο από τους παλαιότερους πατέρες, αυτούς με τους οποίους είχα τις στενότερες σχέσεις, χωρίς να του αναφέρω τίποτα, μνημονεύοντας μάλιστα και την καταγωγή της μητέρας του ενός -ζήτημα αν είχε ανταλλάξει δυο κουβέντες μαζί του. Για τον έναν, οι κρίσεις του ήταν τελείως αρνητικές. Για τον άλλο, και θετικές και αρνητικές. Απόρησα, διότι μέχρι τότε τα έβλεπα όλα καλά σ' αυτούς. Όταν, τα επόμενα χρόνια, αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες και πειρασμούς απ' αυτούς, θυμήθηκα τον γέρο Τιμόθεο.
Κάποτε ήμουν επι της υποδοχής των προσκυνητών. Ήλθε ένας εύελπις, που είχε περάσει από τον γέρο Παΐσιο και δεν «αναπαύθηκε» με τις συμβουλές του. Με ρώτησε αν υπάρχει κάποιος έμπειρος γέροντας, να τον συμβουλευτεί. Τον έστειλα στον π. Τιμόθεο, δαγκώθηκα όμως μέσα μου, γιατί ήξερα ότι δεν ήθελε να τον διαφημίζουμε. Ο εύελπις ούτε απ' αυτόν ικανοποιήθηκε. Μετά από λίγο έρχεται ο γέρο Τιμόθεος και με ρωτά: «Τι μέρα είναι;» «Πέμπτη.» «Πέμπτη! Κι εγώ νόμιζα πως είναι Δευτέρα. Τίποτα δεν ξέρω. Ούτε τι μέρα είναι.» Το θεώρησα διακριτική και έμμεση μομφή για μένα και δεν του έστειλα κανένα στο εξής».
Ο γέρο Τιμόθεος κοιμήθηκε στη μονή Σταυρονικήτα το 1989, όπου έζησε τα τριάμιση τελευταία χρόνια της ζωής του.

*Ευχαριστούμε τον Τhiv για την συγγραφή και παραχώρηση του κειμένου στο blog μας.