Τὰ ψέματα ἔγιναν βουνά, λὲς καὶ
χάθηκαν οἱ ἀλήθειες ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων. Πιὸ ψηλὰ κι ἀπὸ τὰ φυσικὰ
βουνά, ποὺ εἴτε εἴδαμε εἴτε ἀκούσαμε γι᾽ αὐτὰ εἴτε τὰ φανταστήκαμε. Καὶ εἶναι
τόσο ἀπατηλά, ποὺ γιορτὲς κάνουμε γι᾽ αὐτά, πανηγύρια ὁλόκληρα θεσπίζουμε. Καὶ
ὅμως εἶναι ψέματα.
Τί ἦταν αὐτὸ τὸ Κιλελὲρ ποὺ
ξεσήκωνε τὸν πονεμένο κόσμο καὶ τὸν μάζευε σ᾽ ἕνα ὕψωμα θεσσαλικοῦ λόφου; Μὲ τὰ
μάτια μου ἔβλεπα τὰ λεωφορεῖα κατάμεστα κόσμου, γιὰ νὰ γιορτάση τὸ Κιλελέρ. Ὁ
κόσμος αὐτὸς ἦταν αὐτοὶ ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Παπαδόπουλος τὰ χρέη τὰ ἀγροτικὰ καὶ
πῆγε στὰ χωριά τους δρόμους, φῶς καὶ νερό. Καὶ τώρα συνάζεται νὰ γιορτάση
τάχατες ἐργατικὴ γιορτή, ἀπὸ τὴν ὁποία ποτὲ δὲν εἶδε μηδὲ νερό, μηδὲ φῶς, μηδὲ
δρόμο, μηδὲ ἐξόφληση τῶν ἀπέραντων χρεωστουμένων στὶς τράπεζες καὶ δῶθε-κεῖθε.
Καὶ ὅμως, πλανεμένος ἀπὸ τὸν μεγάλο πλάνο, φώναζε Κιλελὲρ στὰ χωριά του,
Κιλελὲρ στὶς πόλεις του, Κιλελὲρ στοὺς δρόμους του, καὶ δὲν ἐκτιμοῦσε τὴν
ἀπαλλαγή του ἀπὸ τὸ μεγάλο βάρος τῶν ἀγροτικῶν χρεῶν καὶ ὅλες τὶς εὐκολίες ποὺ
ἀπήλαυσε στὴν ἀγροτικὴ ζωή. Ἔλεγα καθ᾽ ἑαυτόν: «῍Η ὁ πλάνος εἶναι μεγάλος ἢ ὁ
κόσμος εἶναι ἐκτροχιασμένος καὶ δὲν καταλαβαίνει τὶ κάνει καὶ ποῦ πορεύεται.
Ψηλὰ τὰ βουνὰ τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀπάτης».