Ὁ Πατὴρ Δανιὴλ περνάει τ’ ἀνθίβολο
στὸ ξύλο, δίπλα του ὁ Παντελεήμονας γεμίζει τ’ ἀκριβὸ τῆς Παναγίας ῥοῦχο, καὶ ὁ
παπα-Γρηγόρης μὲ τὴν βαρειὰ φωνή του, διαβάζει τοὺς Χαιρετισμοὺς στὸ παρεκκλήσι.
Πιὸ πέρα ὁ Γερο-Νήφωνας, τελευταῖος
ξυλογλύπτης τοῦ Ὄρους, παλεύει μὲ τὴν σμίλη καὶ τὴν σγόρπια, καὶ ὁ Πνευματικὸς Ἐφραὶμ
ταΐζει τ’ ἄλλα πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ.
Ὥρα καλοκαιριάτικου πρωϊνοῦ, ἡλιόλουστου,
γαλήνιου. Ἕνας γλάρος βγαίνει κάθε τόσο στὴν στεριά, θαῤῥεῖς γιὰ νὰ τοὺς
κρατήσει συντροφιά. Ὅλα εἰρηνεύουν, ἠρεμοῦν, ἀνασαίνουν.