Ἀπὸ αἰῶνες, κάθε χρόνο, τὴν παραμονὴ
τῆς Μεταμορφώσεως, ἀρκετοὶ μοναχοὶ ἀναχωροῦν ἀπὸ τὴν Μεγίστη Λαύρα μὲ ζῶα
φορτωμένα μὲ τρόφιμα, σκεπάσματα καὶ λειτουργικὰ σκεύη καὶ ἀνεβαίνουν πρὸς τὴν
«Ἁγίαν κορυφήν» τοῦ Ἄθωνος, σὲ ὕψος 2.033 μέτρων, ἐπάνω ἀπὸ
τὰ σύννεφα, ὅπου βρίσκεται ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἐκεῖ,
τὴν ἄλλη μέρα τὸ βράδυ, θὰ κάνουν τὴν ὁλονύχτιον ἀγρυπνίαν μὲ τρόπο παρόμοιο πρὸς
ὅλα τὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἀνεβαίνοντας σιγά-σιγά, ὅπως τότε,
οἱ Ἀπόστολοι ἀνεβαῖναν μὲ τὸν Ἰησοῦν «εἰς ὄρος ὑψηλόν» (Ματθ. 17, 1), ψάλλουν
τοὺς προεόρτιους ὕμνους στὸ ρυθμὸ τῶν κωδωνίσκων τῶν μουλαριῶν: «Δεῦτε
συνανέλθωμεν τῷ Ἰησοῦ ἀναβαίνοντι εἰς τὸ ὄρος τὸ ἅγιον...»1.