Τὸ μεγαλύτερο Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, τὸ λεγόμενο Μεγίστη Λαύρα, ἔχει ἀπέραντη περιοχὴ ἀπὸ δασώδεις ἐκτάσεις
μὲ ὀργιώδη βλάστησι καὶ χλωρίδα σ’ ὅλες τὶς ἐποχὲς τοῦ ἔτους καὶ μὲ πολλὰ καὶ
ἄφθονα νερά. Ἔχει τεράστια ἔξοδα γιὰ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ
τῆς μεγάλης σὲ ἀριθμὸ ἀδελφότητος ποὺ ἀπαιτοῦνται: Πρῶτον, γιὰ τὴν διατροφή,
ἐνδυμασία, ἰατρικὴ περίθαλψι κ.λπ. ἔξοδα τῆς ἀδελφότητος. Δεύτερον, γιὰ τὴν
συντήρησι καὶ ἐπισκευὴ τῶν ἀπεράντων κτιρίων, τῶν ἐκκλησιῶν κ.λπ. ἐξαρτημάτων
καὶ Τρίτον, γιὰ τὴν δωρεὰ φιλοξενία τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ ἐπισκεπτῶν καὶ διαφόρων
προσκυνητῶν, ἐράνων κλπ., εὐεργεσιῶν καὶ ἀπροβλέπτων ἐξόδων.
Γιὰ νὰ κάλυψη ὅλα
αὐτὰ καὶ ἄλλα γενικὰ ἔξοδα, ἀπὸ πολλὰ καὶ ἀμνημόνευτα χρόνια, διατηροῦσε,
ἔτρεφε καὶ πωλοῦσε ἀρσενικὰ κατσίκια – τραγιά – τὰ ἀγόραζε μικρά, τὰ μεγάλωνε
μὲ τὴν βοσκὴ καὶ τὰ πωλοῦσε. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτόν, εἶχε μισθοφόρους εἰδικοὺς
βοσκούς, ποὺ τοὺς λέγανε τραγιαραίους. Στοὺς βοσκοὺς αὐτούς, ποὺ ἄλλοτε ἦσαν
δύο-τρεῖς, ἀνάλογα μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν βοσκομένων ζώων, τὰ ὁποῖα πολλὲς φορὲς
ξεπερνοῦσαν τὰ πεντακόσια, κατσίκια μοσχάρια καὶ ἡμίονοι, ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ ζῶα
ἤθελαν ἀνθρώπους δυνατοὺς καὶ εἰδικευμένους.
Σὰν ἐπιστάτη στοὺς βοσκοὺς αὐτοὺς
– τραγιαραίους – τὸ Μοναστήρι τῆς Λαύρας, πρὶν ἀπὸ ἑξήντα χρόνια εἶχε
τοποθετήσει τὸν ἀδελφὸν αὐτῆς Ἑρμόλαο Μοναχό.