Είχα χαθεί μέσα στα ψηλά δέντρα,
στους πυκνούς θάμνους, στους ήχους του αγέρα που συνόδευε τα κελαηδίσματα των
πουλιών.
Που βρίσκομαι; Που είναι το
μονοπάτι; Πως βρέθηκα εδώ; Σαν να υπνοβατούσα τόση ώρα και τώρα ξάφνου
ξύπνησα. Ξεκίνησα από την Σκήτη για πάω στο μοναστήρι αλλά…
Πάντως ακόμα είμαι μέσα στο
Περιβόλι της Παναγίας…θάλασσα δεν ακούω, μονοπάτι δεν βλέπω, όμως κάτι μου
ψιθυρίζει ότι καλά βαδίζω.
Ο ήλιος αρχίζει να κοκκινίζει
καθώς θα ανανεώσει το ραντεβού του με τον Άθω σε λίγες ώρες.
«Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι…». Η
προσευχή γίνεται όλο και πιο έντονη μιας και συνειδητοποιώ ότι η νύκτα αρχίζει να
μου χαμογελά απειλητικά.