Η Veronica della Dora, Professor of Human Geography στο Royal Holloway University of London, είναι Ιταλίδα που γνώρισε την
Ορθοδοξία και βαπτίστηκε στο Αγιορείτικο
Μετόχι της Ιεράς Μονής
Δοχειαρίου, Παναγία Θεοσκέπαστος
το 2001.
Από την
πρώτη στιγμή αγάπησε το
Άγιο Όρος, έμαθε Ελληνικά και
κάθε χρόνο περνάει
λίγες μέρες στο
Μετόχι.
Η
διδακτορική της εργασία
είχε σχέση με
το Άγιο Όρος και
έχει γίνει βιβλίο με τίτλο Imagining Mount Athos: Visions of a Holy Place from Homer to World War II (University of Virginia Press, 2011):
Σε μία
Διημερίδα για το
Άγιο Όρος που έγινε
στην Αγιορείτικη Εστία
στις 15-12-2007 στην Θεσσαλονίκη
την κάλεσαν να
μιλήσει.
Η ομιλία της
είχε θέμα «Πώς είδαν από θάλασσα το Άγιον Όρος γυναίκες της Δύσεως,
1888-1930»
Η ομιλία δημοσιέφτηκε στα αγγλικά με τίτλο ‘Gazes from the Sea: Mount Athos, Women,
and the Geographical Imagination, 1880-1980’ στο Friends of Mount Athos Annual Report, 2008 (pp. 49-60).
Με την ελπίδα
πως κάποιοι αδελφοί μας
θα ωφεληθούν προβαίνω την
ελληνική μετάφραση.
Γέρων Απολλώ
Δοχειαρίτης
Πώς είδαν από θάλασσα το Άγιον Όρος γυναίκες της Δύσεως,
1888-1930 [1]
Veronica della Dora, Department of Geography, Royal
Holloway University of London
Η περιγραφική βιβλιογραφία του Άθωνα είναι προφανώς (αλλά
και αναγκαστικά!) μία βιβλιογραφία "γραμμένη από άνδρες". Σήμερα θα ήθελα να
εστιάσω την προσοχή σας σε μερικές κάπως πιο ασυνήθιστες μαρτυρίες׃ μαρτυρίες ‘από
το θηλυκό γένος’, μαρτυρίες δυτικών γυναικών που περιέπλευσαν το Άγιον Όρος με
το καράβι ή έζησαν στα όριά του – μαρτυρίες δηλαδή ‘εκ του μακρόθεν’. Θα
ξεκινήσω την σημερινή μου πορεία από μακριά, από το εξωτερικό. Θα την συνεχίσω
στην θάλασσα, μελετώντας τις ακτές του Αγίου Όρους δια μέσου περιγραφών
ταξιδευτριών. Τελικά, θα καταλήξω στην Ουρανούπολη με την κα. Loch, την παλιά κάτοικο του πύργου, κοντά στον οποίο ξεκινάνε
και οι σημερινοί πλόες και περίπλοες.
Πρώτα όμως πρέπει να πούμε ότι οι περιγραφές του Άθωνα
δια χειρός δυτικών γυναικών είναι
σπάνιες – σχεδόν χάνονται μέσα στην τεράστια βιβλιογραφία γι’ αυτό τον τόπο.
Αλλά παρ΄όλα αυτά, υπάρχουν.
Οι περιγραφές στις οποίες θα αναφερθώ σήμερα
τοποθετούνται σε μία περίοδο περίπου 40 ετών – από τα τέλη του 1880 έως τις
πρώτες δεκαετίες του 1900. Αυτή η εποχή δεν γνώρισε μόνο δραματικές πολιτικές
αλλαγές στην Δύση και στην Ελλάδα, αλλά και μία πρωτοφανή βράχυνση των
αποστάσεων καθώς και μία καινούργια αντίληψη του χώρου, χάρη στη βελτίωση των
μέσων μεταφοράς και επικοινωνιών.[2]
Έτσι
στα τέλη του 1800 το Άγιον Όρος δεν ήταν πια μία μακρινή γωνιά της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας, αλλά ένας κοινός προορισμός για τους ταξιδιώτες στην Ανατολή.
Κατά την έκρηξη του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου το Άγιον Όρος
βρισκόταν μόνο 48 ώρες έξω από την Βιέννη. Όπως έγραφε ο Frederick William Hasluck, βιβλιοθηκάριος
της Βρεταννικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα, ‘οι πολλές δυσκολίες, αλλά και
ο ρομαντισμός του προσκυνήματος στο Άγιον Όρος χάθηκαν με τη χρήση του ατμόπλοιου.
Σήμερα είναι το βαπόρι που σε πάει στην Θεσσαλονίκη, και πάλι είναι το βαπόρι
που σε φέρνει στην άλλη πλευρά του [Σιγγιτικού] κόλπου’.[3]
Σαν αποτέλεσμα, αυτή η περίοδος είδε μια αύξηση των περιγραφών του Άθωνα. Μέσα σ’ αυτές
τοποθετούνται και οι περιγραφές των γυναικών για τις οποίες θα μιλήσω. Άραγε
ποιες είχαν ακούσει για τον Άθωνα; Ποιες είδαν τον Άθωνα; Και ποιες έγραψαν για
τον Άθωνα;
Αρχικά πρέπει να υπενθυμίσομε ότι για τις περισσότερες
δυτικές γυναίκες (όπως και για τους περισσότερους δυτικούς άνδρες) που ήξεραν
για την ύπαρξή του, ο Άθως ήτανε (όπως και σήμερα) ένα τοπίο ζωντανό μόνο στην
φαντασία τους. Ήταν ένας τόπος στον οποίο ο περισσότερος κόσμος μπορούσε να
ταξιδέψει μόνο δια μέσου περιγραφών άλλων ταξιδιωτών. Από βιβλία δηλαδή, αλλά
και δημόσιες διαλέξεις και περιοδικά.
Π.χ. σε μία διάλεξη στις κυρίες του Ladies’ Automobile Club του Λονδίνου
το 1913, το Άγιον Όρος παρουσιαζόταν σαν ένα γραφικό ζωντανό τμήμα ενός
μακρινού παρελθόντος, τότε που ‘ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός ήταν ακόμα εν τω
γίγνεσθαι’.[4] Το τεύχος του
Σεπτεμβρίου του National Geographic του 1916 προειδοποιούσε
‘φεμινίστριες και σουφραζέτες της Δύσεως’ ότι ‘εδώ [δηλ. στον Άθωνα] υπάρχει
ένα οχυρό ασφαλές από τις προσβολές σας αφού και οι τριχωτοί και φτερωτοί
άποικοι του Άθωνα πρέπει ν’αφήσουν σπίτι τα χαρέμια τους’.[5]
Το «άβατον» όμως δεν αποκαρδίωσε φεμινίστριες λόγιες -
όπως η Αγγλίδα κλασική φιλόλογος Jane Ellen Harrison το 1912 - να
μελετήσουν τον Άθωνα από την θάλασσα και να εγκωμιάσουν το κάλλος του.
‘Το Άγιον Όρος’, γράφει σ’έναν γνωστό, ‘είναι τόσο εκτάκτως
όμορφο: τα μοναστήρια του κρεμιούνται στους βράχους σαν φωλιές πουλιών…’.[6]
Και βέβαια η θέαση
του Αγίου Όρους από το καράβι δεν περιοριζόταν σε επιστήμονες. Μεταξύ
του 1897 και του ξεσπάσματος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, το Γαλλικό
περιοδικό Revue Générale des Sciences Pures et Appliques οργάνωσε πενήντα εκπαιδευτικές κρουαζιέρες ανοιχτές σε
όποιον (ή οποια)δήποτε μπορούσε να πληρώσει τα έξοδα. Οι πρώτες κρουαζιέρες
πέρασαν και από τον Άθωνα.
Η διαφήμιση υποσχόταν στους επιβάτες ‘όλα τα μεγάλα παράκτια
μοναστήρια σε μία μέρα’.[7]
Στα μοναστήρια οι μεν άνδρες θα μπορούσαν να θαυμάσουν τις τοιχογραφίες, την
αρχιτεκτονική, αλλά και ‘διάφορες τυπολογίες μοναχών’, οι δε γυναίκες να
ικανοποιηθούν με την εξωτερική θέα των μοναστηριών. Και οι δύο προσεγγίσεις
στον Άθωνα (από μακριά και από κοντά) όμως ήταν εφήμερες. Στα μοναστήρια οι
άνδρες φωτογράφισαν διάφορες λεπτομέρειες
(όπως κάνουν οι σημερινοί τουρίστες). Από το καράβι, οι γυναίκες
υποκλίθηκαν στο Άγιον Όρος σαν σε μία εικόνα, ή μάλλον σαν σε μια οπτασία, ή
μία ταινία που ξετυλιγόταν μπροστά στα
μάτια τους, ενώ το πλοίο περνούσε από τα μοναστήρια. Μεταξύ των επισκεπτών και των μοναχών ήταν ο φακός της φωτογραφικής
μηχανής. Μεταξύ των μη-επισκεπτριών και του Αγίου Όρους ήτανε η θάλασσα. Πάντα
μία απόσταση: σωματική και ιδεολογική.
Αυτή η εμπειρία εμφανίζεται έντονα στην περιγραφή της
περίφημης Αμερικανίδας συγγραφέως Edith Wharton, η οποία το 1888 ταξίδεψε σε ιδιωτική ενοικιασμένη
θαλαμηγό μαζί με τον άνδρα της και έναν πλούσιο συγγενή.
Αφήνοντας τη Μυτιλήνη στις 5:00 το πρωί η θαλαμηγός
πέρασε δυτικά από τη Λήμνο. Τότε, γράφει η Wharton στο ημερολόγιό της,
ατενίσαμε την κορυφή του Άθωνα που αναδυόταν δειλά, σε
γαλάζιο χρώμα στην θάλασσα μπροστά μας. Όσο περισσότερο πλησιάζαμε, τόσο πιο
όμορφη γινόταν, μέχρι που βρεθήκαμε μπροστά στο μεγαλοπρεπή τοίχο της, σκοτεινό
απέναντι στο λαμπρό ουρανό, ενώ ο ήλιος
έπεφτε σε μία κίτρινη έκρηξη πάνω από τους λόφους της Σιθωνίας.[8]
Την νύχτα την πέρασαν στην άγκυρα, 10 μίλια από την κορυφή
του Άθωνα. ‘Την άλλη μέρα’, γράφει, ‘κοιτάζαμε μία θέα εκλεκτής ομορφιάς. Μπορώ
να συγκρίνω το ακρωτήριο του Αγίου Όρους μόνο μ’ ένα δασωμένο σπηρούνι των Ελβετικών
βουνών φυτεμένο στη Μεσόγειο’.[9]
Tο πρωί οι δύο
άνδρες πήγαν στα μοναστήρια. Εν τω μεταξύ η Wharton ξεκίνησε ένα ταξίδι
εξερεύνησης με τη μικρή βάρκα της:
Ήθελα να πάω όσο πιο κοντά μπορούσα στις
απαγορευμένες παραλίες. Πέρασα κοντά στην Ιβήρων και προσπάθησα να την
φωτογραφίσω … Μετά πέρασα πολύ κοντά
στην ακτή με προσανατολισμό τη Σταυρονικήτα ... Μία ομάδα καλογέρων καθόταν σ’
ένα μπαλκόνι στον ήλιο και με κοίταζαν με περιέργεια. Πλησιάσαμε τόσο πολύ, που
αυθόρμητα έτρεξαν κάτω να εμποδίσουν την προσέγγισή μου, ... αλλά, ποια να
προσεγγίσει, άγριοι όπως ήτανε! ... Όσο προχωρούσαμε το θέαμα γινόταν όλο και πιο όμορφο. Ένα άσπρο παρεκκλησάκι
μέσα στα δένδρα από ‘δώ, ένας αρσανάς προφυλαγμένος από έναν πύργο από ‘κεί ...[10]
Πάλι στη θαλαμηγό, ο περίπλους συνεχίστηκε στην άλλη πλευρά της χερσονήσου.
Πρώτα πέρασαν από τα ασκητικά καθίσματα κοντά στο άκρωτήριο: ‘Μόλις χτυπούσαμε
την ατμοσειρήνα’, γράφει η Wharton, ‘ερημίτες έβγαιναν σε κάθε μπαλκόνι με την ετοιμότητα
του κούκου στα ελβετικά ρολόγια όταν χτυπά η ώρα’.[11]
Μετά πέρασαν από σκήτες ‘παρόμοιες περισσότερο
με ελβετικά χωριά παρά με ελληνικά μοναχικά κέντρα’. Ακολουθούσαν με τη σειρά
τους τα μεγάλα μοναστήρια – Αγίου Παύλου,
Διονυσίου, Γρηγορίου,
Σιμωνόπετρας, Ξηροποτάμου, το Ρωσικό, Ξενοφώντος,
Δοχειαρίου.
Όπως κάθε δυτικός περιηγητής εκείνης της εποχής, η Wharton έψαχνε ‘το γραφικό’: γραφικά τοπία, γραφικές
λεπτομέρειες, γραφικούς ανθρώπους. Έψαχνε μία διαφορετικότητα που δεν ήταν
εντελώς διαφορετική. Ένα άγνωστο που μπορούσε ο ταξιδιώτης να αντιλαμβάνεται
δια μέσου της εναπόθεσης του γνωστού: γνωστών χωρών και εικονογραφιών, όπως τα
τοπία της Ελβετίας, π.χ. – δια μέσου δηλ. της διαδικασίας που ο φαινομενολόγος Gaston Bachelard κάλεσε
‘ποιητική του χώρου’.[12]
Η Wharton ήταν η πρώτη Αμερικανίδα που έγραψε για τον Άθωνα, αλλά
όχι η τελευταία. Το 1929 η Isabel Anderson, μία άλλη Αμερικανίδα
συγγραφέας είδε τα μοναστήρια από τη θαλαμηγό, μαζί με τον άνδρα της.
Από την θάλασσα, τα μοναστήρια έμοιαζαν με ‘ονειρικές πόλεις της φαντασίας, όπως
τις βλέπει κανείς να περνάνε με την σειρά τους στο πανόραμα του ακρωτηρίου’. Ο
άνδρας της Isobel που είχε την δυνατότητα όμως να τα επισκεφτεί, σημείωνει: ‘… Είναι σα
να μην μπορούσε να ξυπνήσει κανείς από το όνειρο και μετά από την επίσκεψή
τους’.[13]
Μόνο δύο χρόνια νωρίτερα μία άλλη γυναίκα είχε
‘ανακαλύψει’ τον Άθωνα, αλλά όμως δια μέσου ενός διαφορετικού δρόμου. Η Joice Nankivell Loch ήταν μία
Αυστραλίδα συγγραφέας που επιτέλεσε, μαζί με τον άνδρα της, φιλανθρωπικό έργο
με τους Quackers στην Πολωνία.
Το 1923 το
ζευγάρι στάλθηκε στην Θεσσαλονίκη για να βοηθήσει τους Ελληνορθοδόξους
πρόσφυγες της Μικρασίας. Την άνοιξη ο
άνδρας της, ο Sidney, επισκέφθηκε το Άγιον Όρος. Εν τω μεταξύ, η Joice εξερεύνησε
την Αμμουλιανή και τα άλλα απέναντι νησάκια. Το καλοκαίρι κατασκήνωσαν εκεί.[14]
Η θεωρία του
απέναντι Βυζαντινού πύργου γοήτεψε το ζευγάρι από την πρώτη στιγμή: ‘ένας
τεράστιος πύργος, μυστικός, πανέμορφος, άσπρος, αχνολάμποντας μπλε στην πανσέληνο, ή άσπρος βαμμένος με ροζ στο
ηλιοβασίλεμα. Ένας φρουρός στα σύνορα του Αγίου Τόπου’.[15]
Από το 1927 ο πύργος έγινε το σπίτι τους.
Εδώ οι δύο
σύζυγοι συνέχισαν τον φιλανθρωπικό τους έργο, προσφέροντας πολύ μεγάλη βοήθεια
στο καινούργιο και πάμφτωχο χωριό των προσφύγων. Το χειμώνα ο Sidney εξαφανιζόταν
στο Όρος για μήνες ολόκληρους. Από την άλλη πλευρά των συνόρων, η Joice μελετούσε τη
μεγαλοπρέπεια ενός τοπίου που περιβαλλόταν από μία μυστική ατμόσφαιρα – μάλλον
ακριβώς λόγω της αδυναμίας προσέγγισής του. Η σκούρα σιλουέτα του ακρωτηρίου
έγινε ένα μέρος της καθημερινής ζωής της Αυστραλίδας. Κάθε πρωί η Joice έβλεπε τον
ήλιο να βγαίνει πίσω από τους σκοτεινούς
πρόποδες του Άθωνα, ‘ρίχνοντας στον κόσμο γραμμές φωτός και σκιάς’.[16]
Σιγά-σιγά ο
πύργος έγινε μία ενδιάμεση στάση για τους επισκέπτες προς αλλά και από τον
Άθωνα: αξιωματικούς, επιστήμονες, βοτανολόγους, συγγραφείς, αλλά και αγιορείτες
μοναχούς. Ο καθένας περνούσε από τον πύργο, διηγούμενος ιστορίες από έναν κόσμο του οποίου η Joice δεν είχε
σωματική εμπειρία, αλλά του οποίου αισθανόταν αναπόσπαστο μέρος:
Το Άγιον Όρος
με τους γενειοφόρους κατοίκους του, τους μοναχούς, τους ερημίτες, τους ζηλωτές
μας γοήτευε. ... Στο χωριό μας αισθανόμασταν μέρος του Άθωνα. Οι άνδρες
εξαφανίζονται πέρα από τα σύνορά του για όλες τις εποχικές δουλειές. Μετά
γυρίζουν με την ανταμοιβή τους: ντουλάπες, εικόνες, ρολόγια του παππoύ,
φωτογραφίες της Ρωσικής βασιλικής οικογένειας, παλιούς χάρτες, μπακαλικά... Και
οι πατέρες ερχόταν στο χωριό για ν’ αγοράσουν ή να ανταλλάξουν. Έφερναν ιερά αντικείμενα, παπούτσια,
σταφίδες για τους ατέκνους ... Μερικοί περνούσαν τη νύχτα στον πύργο, αφού ο Sidney δημιούργησε
πολλές φιλίες στο Όρος. Μας μιλούσαν για θαύματα και παλιές παραδόσεις, για θαυμαστές
θεραπείες, για σωτηρίες από μεγάλους
κινδύνους, για τις θαυματουργικές ιδιότητες διαφόρων εικόνων.[17]
Κατά την
διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ο πύργος έμεινε άδειος. Η Joice και ο Sidney ανέλαβαν
αποστολή στη Ρουμανία και στην Μικρασία σαν απεσταλμένοι των συμμάχων. Έσωσαν
πάνω από χίλιους Εβραίους και Πολωνούς από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Οταν οι
Γερμανοί αποχώρησαν το ζευγάρι ξαναγύρισε στον πύργο για να βοηθήσει το χωριό
κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Αυτή την φορά η προσέγγιση στην
Ουρανούπολη και στον Άθωνα ήταν διαφορετική. Η φαινομενική ηρεμία του τοπίου ‘εκ του μακρόθεν’ απλώς κάλυπτε το δράμα:
Οδυνηρά
προχωρούσε το καραβάκι μέσα στις νάρκες. Ούτε θρόισμα, ούτε αέρας αναπνοής. ...
Στον ορίζοντα, το Άγιο Όρος τυλιγμένο
σαν ένα άγαλμα μέσα σ’ ένα πανί. ...
Πάνω από την επιφάνεια της θαλάσσης καθότανε τα παλιά αγαπητά ορόσημα.[18]
Από
μακριά ο Άθως και ο πύργος σιωπούσαν, κρυσταλλωμένοι σ’ένα παγωμένο, σχεδόν
ειρωνικό χαμόγελο. Από κοντά όμως μιλούσαν δυνατά. Μιλούσαν δια μέσου μυστηριωδών
απουσιών και ήμι-παρουσιών. Μιλούσαν για φαντάσματα. Μιλούσαν για τρόμο.
Μιλούσαν για θάνατο.
Ο
Γιάννης που φρόντιζε το ερείπιο [τον πύργο] για χάρη μας είχε τα κλειδιά.
Παλιά, βρώμικα δωμάτια ασπρισμένα βιαστικά. ... Θυμόμουν το φιλικό φάντασμα που
είχε για πάντα κατοικήσει τον πύργο: το πώς ανέβαινε τα σκαλιά στις μεγάλες
εκκλησιαστικές εορτές μπαίνοντας στο μικρό παρεκκλησάκι [στο τελευταίο όροφο],
όπου είχε διακονήσει για μία ολόκληρη ζωή. Η κάρα του βρισκόταν μέσα σ’ένα
μικρό τοξοειδές άνοιγμα στο άνώτατο μπαλκόνι. ...
‘Γιάννη,
τι είναι ‘κείνες οι τρύπες;’
‘Τρύπες
βολιών. Να, ο χώρος είναι γεμάτος με τέτοιες! Δεν υπήρχε σχεδόν ούτε μία ίντσα
χωρίς τέτοιες. Οι θύμησες εξεταζόταν εδώ. Μία μέρα έφεραν μέσα έναν Έλληνα
αξιωματικό. Πυροβόλησαν γύρω-γύρω από το κεφάλι του για να τον τρομάξουν. ‘Κείνες
είναι δύο από τις τρύπες. Μετά τον σκότωσαν’.[19]
Και
το Άγιον Όρος είχε βεβηλωθεί. Οι αντάρτες καταπάτησαν τα σύνορα του. Μαζί με
εικοσιπέντε ανταρτίνες έφτασαν στην καρδιά της χερσονήσου και για λίγες μόνον
ώρες κατέκτησαν την πρωτεύουσα του,
...’κεινη
την πόλη που δεν είχε ξαναδεί σκιά θηλυκού πλάσματος, εκτός από των πουλιών του
Θεού. [Οι ανταρτίνες] περπάτησαν με αέρα
επίδειξης στο δρόμο του Αγίου Πνεύματος με τσιγάρα στο στόμα τους, με τα πόδια
τους μέσα σε στρατιωτικά παντελόνια, και τα χέρια τους πάνω στα μαχαίρια που
φορούσαν στη μέση. Αφαίρεσαν χρυσά καλύματα από τα Ευαγγέλια, αλλά άφησαν τα
βιβλία, λέγοντας: ‘Αυτά ακολουθούν περισσότερο την γραμμή σας παρά την δική
μας’.[20]
Το
1954 ο Sidney απεβίωσε ξαφνικά. Μόλις
είχε τελειώσει το γράψιμο του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου του για τον Άθωνα. Το 1982 η Joice
πέθανε σε ηλικία 94 ετών. ‘Ο πέτρινος πύργος ακόμα υψωνόταν πάνω από την
θάλασσα, αν και ερειπωμένος από τη βία που ακολούθησε τον πόλεμο στην Ελλάδα’.[21]
Για να τελειώσω: φυσική απόσταση δεν σημαίνει
απαγόρευση, αλλά αντίθετα συμμετοχή δια μέσου άλλων καναλιών. Βέβαια αυτή η
συμμετοχή συμβαίνει σε διάφορους βαθμούς. Η σχέση της Joice με τον Άθωνα ήταν μία βαθιά βιωματική σχέση ανθρώπου με το χώρο, μια σχέση
αλληλεπίδρασης εντελώς διαφορετική από εκείνη των τουριστών που επισκέπτονταν
‘όλα τα παράκτια μοναστήρια σε μία μέρα’. Ενώ για την Wharton και τις άλλες ταξιδεύτριες το Άγιον Όρος έμεινε
ένα ξεχωριστό όραμα, μία γραφική βιτρίνα, για την Joice
ήτανε ένας τόπος που απλωνόταν πέρα από τα φυσικά του όρια, φθάνοντας μέχρι την
Ουρανούπολη, αλλά και την προσωπική της ζωή. Το παράδειγμά της αμφισβητεί
υπεραπλουστευτικές διαδικαστικές ερμηνείες
(δηλ. ‘μέσα ή έξω’ του Άθωνα) και μας προκαλεί να ερευνήσομε πιο πολύπλοκους
δρόμους με τους οποίους, τόποι που δεν μπορούμε να επισκεφτούμε ταξιδεύουν έξω
από τα όριά τους, και αναδεικνύονται
συχνά πιο σημαντικοί από άλλα μέρη που ζούμε καθημερινά. Διότι
και οι τόποι ταξιδεύουν – όχι μόνο οι άνθρωποι.
Για την
Joice o Άθως
έφτανε μέχρι την Ουρανούπολη. Για χιλιάδες ανώνυμες ορθόδοξες γυναίκες ο Άθως
φτάνει μέχρι την Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, αλλά και μέχρι τη Μόσχα και πιο πέρα.
Για μένα, για χρόνια ο Άθως έφτανε κάθε μέρα μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου,
μέχρι το Λος Άντζελες. Έτσι το Άγιον
Όρος συνεχίζει να ταξιδεύει σιωπηλά και σήμερα φτάνοντας σε χίλιες
μη-ταξιδιώτριες ή μη-προσκυνήτριες δια μέσου μίας ορατής και αόρατης ροής
αντικειμένων, λόγων και προσευχών - όπως έκανε από την αρχή.
Στα
πρακτικά της Μεγίστης Λαύρας κάποια Μαρία Λαγούδη που έζησε τον 11ο
αιώνα αναφέρει χαρακτηριστικά: ‘Η Λαύρα με μεγάλωσε από τον
καιρό που ήμουνα μέσα στην μήτρα της μητέρας μου ... Στην Λαύρα εγώ και ο άνδρας
μου βρήκαμε ένα λιμάνι σωτηρίας’. Αυτή
η γυναίκα έβλεπε ‘τον ηγούμενο της μονής σαν πνευματικό της πατέρα, την Λαύρα
σαν τη μητέρα της και τον εαυτό της σαν έναν από τους αδελφούς και τα παιδιά
της Λαύρας’ - έναν τόπο που δεν είδε
ποτέ, ούτε από την θάλασσα.
[1] Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους
Πατέρες της Ι.Μ. Δοχειαρίου και την μοναχή Αμφιλοχία από το μετόχι της Μονής
για τα πολύτιμα σχόλια τους και φιλολογικές διορθώσεις. Χωρίς την βοήθειά τους θα είχα δυσκολευθεί να
παρουσιάσω αυτό το κείμενο στα Ελληνικά.
[2] Cf. J. Urry, The Tourist Gaze (London, Sage, 2002).
[3] Hasluck, F. W. Athos and Its
Monasteries (London, Kegan Paul Trench and Co. Ltd., 1924), p. 3.
[4] Jerningham, H. Mount Athos: A
Paper Read to the Ladies Automobile Club (London, John Murray, 1913), pp.
1-2.
[5] Dwight, H. ‘The Hoary Monasteries of Mount Athos’, The National Geographic 30 (1916),
p. 249.
[6]Stewart, J. Jane Ellen
Harrison: A Portrait from Letters (London, Merlin Press, 1959), p.134.
[7] Revue Générale
des Sciences Pures et Appliquées, 15 Dec. 1897, p. 929.
[8] Wharton, E. The Cruise of the Vanadis (New York, Rizzoli, 2004[1888]), p. 173.
[9] Ibid., pp. 173-74.
[10] Ibid., pp.174-75.
[11] Ibid., pp.178-79.
[12] Bachelard, G. The Poetics of Space (Boston, Beacon
Press, 1994[1958]).
[13] Anderson,
I. A Yacht in the Mediterranean
Seas (Boston,
Marshall Jones, 1930), p.238.
[14] Nankinvell Loch, J. A Fringe of Blue (New York, William Morrow and Co., 1968), p.
113
[15]
Ibid.
[16] Ibid., p.152.
[17] Ibid., p. 123.
[18] Ibid., p. 210.
[19] Ibid., p. 225.
[20] Ibid., p. 223.
[21] Ibid., p. 238