Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

1357 - Γερο-Ευδόκιμος ο Ξενοφωντινός (3)



προηγούμενα (1)  (2)
.
Στα πρώτα χρόνια δυσκολευόμαστε στο διακόνημα του δάσους. Ήμαστε τελείως ανίδεοι και, επειδή αισθανόμουνα ντροπή να γυρίζη ο προηγούμενος στην εκκλησία να άπτη κανδήλες με τον καντηλοπάρτη, και μάλιστα με το λιγοστό του φως, του ζήτησα να βοηθήση στο δάσος, μια και διέθετε αρκετή εμπειρία. Σε ολίγες ημέρες αγόρασε τσεκούρια και κλαδευτήρια.
- Τι τα θέλεις αυτά;
- Να υπάγω στο δάσος
- Όχι, Γέροντά μου, δεν θέλω τίποτα.
Οι κακές γλώσσες, που δεν λείπουν και από αυτόν τον άγιο τόπο, σχολίασαν: «Σε στέλνει στο δάσος, για να σε απομακρύνη από το μοναστήρι». Έτρεμε ο δύστηνος Ευδόκιμος μη παρεξηγηθή. Όλα τα είχε πάρει από φόβο. Και ήταν φοβερό να βλέπης τον υψιπέτη αετό του Άθωνα να τρέμη τα σπουργίτια και τους κότσυφες.
Έπαιρνε τα γράμματα από τη Δάφνη. Κάποτε του έπεσαν χρήματα από την τσέπη. Αμέσως άναψε κερί στον Άγιο Μηνά και έτρεξε να τα αναζητήση. Πόνεσε η ψυχή μου την τρομάρα του Γέροντα. Το «δεν πειράζει» δεν τον ανέπαυσε, έως ότου τα βρήκε και τα παρέδωσε. Άλλοτε, προσκυνητής άφησε αρκετά χρήματα στο μοναστήρι και τα καρπώθηκε ο προσμονάριος. Τα πάντα μεταχειρίσθηκε να τον πείση να τα δώση στο ταμείο. Με πολύ πόνο έβλεπε πόσο δύσκολη ήταν η διαβίωσή μας, γι’ αυτό ποτέ δεν ζήτησε τίποτε από το άδειο δοχειό της Δοχειαρίου. Όταν άκουσε ότι μοναστήρι αγόρασε εκατό κιλά καλαμάρια για την ενθρόνιση του ηγουμένου, είπε την παροιμιώδη φράση: «Άλλοι δεν έχουν να φάνε κι άλλοι δεν ξέρουν τι να φάνε!».
Από τις πρώτες μέρες της συνάφειας μαζί του με φειδώ χρησιμοποιούσε τον λόγο και με απλοχεριά το παράδειγμα. Το πρώτο κιόλας καλοκαίρι με ένα τσεκούρι καθάριζε εξωτερικά το τείχος του μοναστηριού από την πυκνή βλάστηση.
- Τι κάνεις, Γέροντα, εκεί;
- Καθαρίζω. Εάν πιάση το δάσος φωτιά, να μην καή και το μοναστήρι. Και αν πιάση το μοναστήρι, να μη καή το δάσος.
Φοβερό μάθημα για μας τους αρχάριους, που δεν γνωρίζαμε τις περιπέτειες της φωτιάς.
Τον βρήκαμε στην οδύνη της εξορίας. Ακούσαμε να ψιθυρίζει πολλές φορές: «Εκάθισεν Αδάμ απέναντι του παραδείσου». Αγάπησε το μοναστήρι του όσο κανένα άλλο πράγμα στην γη. Γι’ αυτό και ο πόνος του ήταν μεγάλος, χωρίς κανείς να μπορή να τον καταλάβη.
- Είναι φοβερό να βλέπης κλειστό μπροστά σου τον πυλώνα που πενήντα χρόνια ακώλυτα διερχόσουνα. Όλοι να τον διέρχωνται –εργάτες, προσκυνητές, μοναχοί- κι εγώ να στερούμαι την είσοδό του. Τον σταυρό μου έκανα μπαίνοντας και βγαίνοντας της πύλης του μοναστηριού. Γιατί άραγε ο Σταυρός δεν με φύλαξε;
Το ταξίδι μέχρι την Δάφνη ήταν παρηγοριά, γιατί έστω και απ’ έξω έβλεπε την Μονή της μετανοίας του. Ένιωθε εσωτερική ανάπαυση στην θεωρία του μοναστηριού του. Είναι εκείνο που λέει ο λαός: «Θώρει να δης». Εμείς βέβαια οι ηθικίζοντες, αψυχολόγητα και απάνθρωπα κρίνοντες, λέγαμε ότι πηγαίνει για ποτό στη Δάφνη. Προτού αναλάβω το μοναστήρι άκουσα τόσες κατηγόριες, που, άθελά μου, ένιωθα δύσκολα απέναντί του. Άκουσα ότι ο πατήρ Ευδόκιμος έχει μετοχές σε καράβια. Έχει διαμερίσματα. Δεν είναι καλός άνθρωπος, με την έννοια την γνωστή. Είναι κακότροπος και άξεστος. Είναι «ζηλωτής» και καταφρονητής της εκκλησίας. Και τι δεν είναι… Μου συνέστησαν παλιοί πνευματικοί, που περιέφεραν την αγιότητα και την αρχοντιά στο Όρος, να τον κρατήσω ένα χρόνο και μετά να τον διώξω, γιατί είναι επικίνδυνος για τους μοναχούς. Να του κόψω την Δάφνη και την Θεσσαλονίκη και αφ’ εαυτού του θα φύγη. Ευτυχώς ο Θεός με φώτισε, αν και αρχάριος σε τέτοια πράγματα, και απήντησα στους σκληρούς λόγους:
- Πατέρες, αισθάνομαι υποχρεωμένος να του δίνω χρήματα να βγαίνη περισσότερες φορές από το μοναστήρι, για να διασκεδάζη την θλίψη του, κι εσείς με συμβουλεύετε να τον διώξω; Που να πάη ο γέροντας των εβδομήντα πέντε χρόνων να ζήση; Στην Ομόνοια των Αθηνών; Οι λαϊκοί βοηθούν τους γονείς τους, αν δεν μπορούν να συγκάνουν, να υπάγουν στο γηροκομείο. Ο φτωχός καλόγερος που να πάη;
Τέλος πάντων, ηγούμενος και προηγούμενος, ήμασταν αρκετό καιρό επιφυλακτικοί μεταξύ μας. Και καθόλου δεν τον αδικώ. Με τέτοια που έπαθε από μας του νέους, θα ήταν ανόητος να μη προσέξη. Εμείς στον Γέροντα αυτόν, τον συκοφαντημένο, κανένα ψεγάδι που του προσάπτανε δεν βρήκαμε, παρά μόνον νεκρική ακαμψία σ’ αυτό που πίστευε και ευθύτητα σ’ αυτό που υποστήριζε.
Ήταν πτωχός, πάμπτωχος. Όλα τα χρόνια ζούσε με ξερό ψωμί. Και οσάκις επεσκέπτετο την Θεσσαλονίκη, μες στην βαλιτσούλα του μόνον ψωμί είχε και λίγες ελιές. Και στο ξενοδοχείο που κατέλυε ούτε σεντόνια δεν υπήρχαν παρά μόνον πεπαλαιωμένες κουβέρτες. Την αγροτική σύνταξη που έπαιρνε την διέθετε για κεράσματα αγάπης στους αδελφούς. Από ενδύματα τούτο μόνον έχω να πω: δεν βρέθηκε ρουχισμός στο κελλί του να τον σαβανώσουμε. Που οι καταθέσεις, που τα υποστατικά, που τον κατηγορούσαν ανερυθριάστως Γέροντες και ηγούμενοι;
Έλεγε πολλές φορές:
- Όταν αποθάνω, ότι υπάρχει θα το βρήτε στην τσέπη μου. Αλλού μη ψάχνετε. Δεν έχω τίποτα.
Τα τελευταία χρόνια ζητούσε από την μετάνοιά του κάποτε-κάποτε οικονομική βοήθεια. Του έλεγα:
- Γέροντα έχεις ανάγκη και ζητάς;
- Όχι, άγιε καθηγούμενε, αλλά για να τους κινήσω απέναντί μου σπλάγχνα οικτιρμών, για να ‘βρουν κι αυτοί έλεος στην βασιλεία του Θεού.
Κατηγορείτο ο Γέροντας άξεστος και τραχύς. Εμείς βρήκαμε κοντά του αληθινή ευγένεια και στοργή, ταιριαστή στον ανδρισμό και στην καλογερική. Αλήθεια, δεν ήξερε να σκορπά χαμόγελα, που τις περισσότερες φορές κρύβουν δηλητήριο. Είχε μια σταθερή ευγένεια και αγάπη για όλους. Σε μικρότητες και μνησικακίες δεν περιέπιπτε ποτέ. Ήταν άνθρωπος της γενιάς του. Την χάρη που βρήκα στον πατέρα μου βρήκα και στον γέροντα Ευδόκιμο. Αισθανόσουν κοντά του στοργή και ασφάλεια, χωρίς εκδηλώσεις τρυφερότητας. Στο κελλί του είχε πάντα κάτι να προσφέρη σ’ αυτόν που του προσέφερε και την παραμικρή διακονία. Χωρίς και την δική του αντιπροσφορά, ποτέ δεν δεχότανε την προσφορά του άλλου. Όταν ερχόταν από την Δάφνη, κάτι έφερνε στους μοναχούς, σαν τον καλό παππού στα εγγόνια του.
Κάποτε έφερε πορτοκαλάδες. Φώναξε έναν μοναχό να τις δώση, αλλά δεν περίμενε να πάη ο νέος, όπως κάνουν οι μεγάλοι. Συγχρόνως περπατούσε και ο ίδιος, ώσπου να συναντηθούν. Αυτό μετρά πολύ στον ηγούμενο και στην διακονία της Μονής. Όλα εκείνα τα βήματα του Γέροντα, για να πλησιάση τον νέο μοναχό, ήταν βήματα περίσσιας αρχοντιάς. Η συμπεριφορά του ήταν άψογη και πάντοτε όμορφη.
Όσο για το ότι δεν ήταν καλός άνθρωπος, τα έντεκα χρόνια που ζήσαμε μαζί η ζωή του θύμιζε αρχαίους πατέρες. Ποτέ δεν ακούστηκε απρεπής λόγος από το στόμα του. Το κελλί του ήταν πάντα ανοιχτό. Πλάγιαζε με το ζωστικό. Όποιος τον φώναζε ήταν έτοιμος. Παρά την ηλικία του, υπέμενε αγόγγυστα το ψύχος του χειμώνα. Αλλά και εργαζομένους του Όρους που ρώτησα, οι οποίοι πολλές φορές ξέρουν περισσότερα από μας, καλά λόγια μου είπαν. Και μάλιστα μου το βεβαίωσαν άνθρωποι που από δεκατεσσάρων ετών παρέμεναν στο μοναστήρι ορφανοί, κυνηγημένοι από τους αντάρτες, οι οποίοι κατέφυγαν κοντά του για προστασία.
Στην αρχή, προσπαθώτας να υπερασπίση τον εαυτό του, έγραψε κάτι απολογίες, που και αυτό ήταν κάτι φυσικό και ανθρώπινο. Μακάρι να μπορή κανείς αυτές τις ώρες να ξεπεράση τον εαυτό του και να σηκώση τον σταυρό του με σιωπή, αλλά πράγματα που εμείς δεν μπορούμε να τηρήσουμε να μη τα ζητάμε από τους άλλους. Πάντα είχε ανάγνωση στο κελλί του. Κάτι διάβασε στην Φιλοκαλία. Του έκανε μεγάλη εντύπωση. Μέρες το βασάνιζε στο μυαλό του.
Μέσα σ’ αυτούς τους λογισμούς ευρισκόμενος –όπως απεκάλυψε σε αδελφό που εκτιμούσε, δάσκαλό του τον ωνόμαζε- ένα βράδυ, μόλις κάθισε στο κρεβάτι του, στηρίζοντας την πλάτη του στο μεταλλικό κεφαλάρι του κρεβατιού, είδε στον απέναντι τοίχο να γράφωνται σαν από αόρατο χέρι μια-μια οι αμαρτίες του από τα παιδικά του χρόνια μέχρι εκείνη την ώρα και δίπλα μια μαυροφόρα γυναίκα κοίταζε μια την γραφή του τοίχου και μια εκείνον, και έκλαιγε και θρηνούσε γοερώς. Δεν άργησε να έρθη σε συναίσθηση. Φώναξε:
- Αχου, Παναγία μου, πόσο σ’ έχω λυπήσει και δεν το έχω καταλάβει.
Την άλλη μέρα έκαψε όλες τις απολογίες και άρχισε κομποσχοίνι με αλάλητους στεναγμούς. Μετά τον θάνατό του καμμία απολογία δεν βρέθηκε στο κελλί του. 
Συνεχίζεται...

 

 


του Γέροντα Γρηγορίου
Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου





 Μεταφορά στο διαδίκτυο keliotis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου