Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και με
δάκρυα Τον ζητώ. Πώς να μη Σε ζητώ; Εσύ με ζήτησες πρώτος και μου έδωσες να
γευθώ τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος, και η ψυχή μου Σε αγάπησε έως τέλους.
Βλέπεις, Κύριε, τη λύπη και τα
δάκρυα μου… Αν δεν με προσείλκυες με την αγάπη σου, δεν θα σε ζητούσα όπως Σε
ζητώ. Αλλά το Πνεύμα σου το Άγιο μου έδωσε το χάρισμα να Σε γνωρίσω και
χαίρεται η ψυχή μου, γιατί Εσύ είσαι ο Θεός μου και ο Κύριος μου και Σε διψώ
μέχρι δακρύων.
Ο Κύριος είναι ελεήμων, αυτό το
γνωρίζει η ψυχή μου, αλλά δεν μπορώ να το περιγράψω. Είναι υπερβολικά πράος και
ταπεινός, και όταν Τον δει η ψυχή, τότε αλλάζει και γεμίζει αγάπη για τον Θεό
και τον πλησίον και γίνεται και η ίδια πράη και ταπεινή. Αλλ’ αν χάσει ο
άνθρωπος τη χάρη αυτή, τότε θα κλαίει σαν τον Αδάμ μετά την έξωσή του από τον
παράδεισο. Οδυρόταν ο Αδάμ και όλη η έρημος άκουγε τους στεναγμούς του, έχυνε
δάκρυα πικρά από τη θλίψη για πολλά χρόνια.