Όταν ήμουν παιδί, περί τα μέσα της
δεκαετίας του 1960, ένα γεγονός που είχε γίνει μερικά
χρόνια νωρίτερα, εξακολουθούσε να κυριαρχεί έντονα στο χωριό μας
και να επηρεάζει την πνευματική και τη θρησκευτική ζωή
του.
Τρεις νέοι είχαν εγκαταλείψει
τα εγκόσμια και είχαν αναχωρήσει από το χωριό για το Άγιον
Όρος, όπου προσήλθαν στην ιερά Μονή Ξηροποτάμου
για να δοκιμασθούν και να γίνουν «εν καιρώ
τω δέοντι» μοναχοί.
Αυτό το γεγονός έγινε αφορμή
να δημιουργηθεί στο χωριό μας μία έντονα
πνευματική-«αγιορείτικη»
ατμόσφαιρα και οι διηγήσεις για τη ζωή
στον Άθωνα, για τους μοναχούς, τους ασκητές, τους
ησυχαστές, τους ερημίτες και τους οσιομάρτυρες ήταν καθημερινές
καιδημιουργούσαν συγκίνηση και κατάνυξη στην ψυχή μας.
Εμείς τα παιδιά ακούγαμε
αυτές τις αθωνικές αφηγήσεις «με ανοικτό στόμα» και
τερπόταν η καρδιά μας, ενώ η φαντασία μας φτερούγιζε στους
απορρώγους βράχους, στις πλαγιές, στα διάσελα και στα δάση του Άθωνα,
όπου «συναντούσαμε» αιωνόβιους εξαϋλωμένους ασκητές, με κάτασπρα μακρυά
γένια που έφταναν έως τα γόνατα των ποδιών τους, ημίγυμνους
(για σληρότερη σωματική και πνευματική άσκηση) άγιους
ασκητές που ζούσαν στη βαθυτέρα έρημο και δεν εμφανιζόταν
παρά μόνο στον ιερέα που τουςκοινωνούσε των Αχράντων
Μυστηρίων, νηπτικούς μοναχούς που το πρόσωπό τους ακτινοβολούσε ένα ιλαρό
θεϊκό φως, νεαρά καλογέρια που πριν
γνωρίσουν με τις ατελείωτες ώρες
αγρυπνίας και προσευχής, με την ταπείνωση και την απόλυτη
υπακοή.